- ζατρεφέων
- ζατρεφήςwell-fedmasc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζατρεφής — ζατρεφής, ές (Α) καλοθρεμμένος, παχύς («ταύρων ζατρεφέων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + τρεφής (< τρέφω), πρβλ. αρτι τρεφής, πολυ τρεφής] … Dictionary of Greek